ωστικώς

ωστικώς
Α
επίρρ. βλ. ωστικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὠστικῶς — ὠστικός inclined to thrust adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωστικός — ή, ό / ὠστικός, ή, όν, ΝΑ αυτός που συντελεί στην ώθηση, που έχει την δύναμη να ωθεί (α. «ωστικό κύμα» β. «ὠστικὴ... ἡ τοῡ πνεύματος φύσις», Αριστοτ.). επίρρ... ὠστικῶς Α με ωστική δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ωσ τού μέλλ. ὤσω τού ρ. ὠθῶ + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”